- ἡμιτελής
- ἡμιτελήςhalf-finishedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιτελής — ές (Α ἡμιτελής, ές) μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος 2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα 3 … Dictionary of Greek
ημιτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, μισοτελειωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμιτελῆ — ἡμιτελής half finished neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιτελής half finished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιτελής half finished masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτελέα — ἡμιτελής half finished neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡμιτελής half finished masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτελές — ἡμιτελής half finished masc/fem voc sg ἡμιτελής half finished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτελοῦς — ἡμιτελής half finished masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτελέες — ἡμιτελής half finished masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτελέσι — ἡμιτελής half finished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτελῶς — ἡμιτελής half finished adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek